- σιδηροδετώ
- -έω, Α [σιδηρόδετος](κυρίως το παθ.) σιδηροδετοῡμαι, -έομαιδένομαι με σιδερένια δεσμά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηροδέτῳ — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)